οιστρηλασία

οιστρηλασία
η
1. διέγερση του τσιμπημένου από τον οίστρο.
2. μτφ., παραφορά, ορμή, έξαψη ενθουσιασμού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οἰστρηλασίᾳ — οἰστρηλασίᾱͅ , οἰστρηλασία mad passion fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οιστρηλασία — η (Α οἰστρηλασία) [οιστρήλατος] 1. διέγερση σε βαθμό μανίας η οποία οφείλεται σε τσίμπημα οίστρου 2. παράφορο πάθος νεοελλ. ζωηρός ενθουσιασμός, έξαψη …   Dictionary of Greek

  • οἰστρηλασίας — οἰστρηλασίᾱς , οἰστρηλασία mad passion fem acc pl οἰστρηλασίᾱς , οἰστρηλασία mad passion fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰστρηλασίαν — οἰστρηλασίᾱν , οἰστρηλασία mad passion fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”